- οπυίω
- ὀπυίω, αττ. τ. ὀπύω (Α)1. (για άντρα) παίρνω γυναίκα, νυμφεύομαι2. παθ. ὀπυίομαι(για γυναίκα) παίρνω άντρα, παντρεύομαι3. έχω ερωτικές σχέσεις, συνουσιάζομαι4. (η μτχ. ενεστ.) ὀπυίωνέγγαμος, παντρεμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. μεσογειακής προέλευσης, η οποία συνδέεται με το ετρουσκ. puia «σύζυγος», ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, το ρ. ὀπυίω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα και συνδέεται με το αρχ. ινδ. pusyati «τρέφω, συντηρώ». Τέλος, και στις δύο περιπτώσεις, δυσερμήνευτο παραμένει το αρκτ. ὀ- τής λ.].
Dictionary of Greek. 2013.